φαντασιαστικός

φαντασιαστικός
φαντᾰσι-αστικός, ή, όν,
A receptive of impressions or images, Epicur.Nat.Herc.1398.1, Plu.2.431b; τὀ φ. ib. 432c. Adv. -κῶς, τοῦ μέλλοντος ib.433c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαντασιαστικός — ή, όν, ΜΑ [φαντασιάζω] (για πρόσ.) αυτός που κατέχεται από φανταστικές εικόνες. επίρρ... φαντασιαστικῶς Α με φαντασιαστικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • φαντασιαστικόν — φαντασιαστικός receptive of impressions masc acc sg φαντασιαστικός receptive of impressions neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαστικούς — φαντασιαστικός receptive of impressions masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαστική — φαντασιαστικός receptive of impressions fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαστικήν — φαντασιαστικός receptive of impressions fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαστικῶς — φαντασιαστικός receptive of impressions adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαντασιαστικῷ — φαντασιαστικός receptive of impressions masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”